σκαρν

σκαρν
το, Ν
άκλ. γεωλ. ζώνη μεταμόρφωσης που αναπτύσσεται στην περιοχή επαφής γύρω από διεισδύσεις εκρηξιγενών πετρωμάτων όταν ανθρακικά ιζηματογενή πετρώματα περικλείουν μεγάλες ποσότητες πυριτίου, αργιλίου και σιδήρου και η οποία περιέχει κυρίως σιδηροξείδια, ασβεστοπυριτικά υλικά, ανδραδίτη, γροσσουλάριο, επίδοτο και ασβεστίτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. skarn < σουηδικό skarn με κυριολεκτική σημ. «ακαθαρσία, βρομιά»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • τεφροΐτης — ο, Ν (ορυκτ.) πυριτικό ορυκτό τού μαγγανίου, που ανήκει στην ομάδα τών ολιβινών και απαντά μόνο σε σιδηρομαγγανιούχα μεταλλεύματα και σκαρν, καθώς και σε μεταμορφωμένα μαγγανιούχα ιζήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γερμ. Tephroit < τεφρός… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”